fbpx
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

Μείωση τιμήματος πώλησης (281 ΑΚ) – Αοριστία αγωγής

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΑΚ «ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα». Συνομολογημένη ιδιότητα είναι τα φυσικά γνωρίσματα ή πλεονεκτήματα του πράγματος, ακόμη δε και οποιαδήποτε σχέση, η οποία λόγω του είδους και της διάρκειας της επιδρά κατά τις συναλλαγές στην αξία ή τη χρησιμότητά του. Πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του ορίζεται στο άρθρο 535 του ΑΚ, όπου αναφέρεται ότι αυτό συμβαίνει αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ενώ ακολούθως απαριθμούνται ενδεικτικά μόνον ορισμένα κριτήρια που συνιστούν προϋποθέσεις εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητος του πράγματος. Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή, χωρίς τις άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα, είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπληρώσεως, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 ΑΚ, που παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα να αξιώσει τη μείωση του τιμήματος, κατά το άρθρο 540 παρ. 1 περ. 2 ΑΚ, διότι μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ’ αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ και όχι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ. Η ευθύνη του πωλητή, στην περίπτωση αυτή είναι αντικειμενική, δηλαδή, ανεξάρτητη από την γνώση ή την έστω ανυπαίτια άγνοια αυτού περί της υπάρξεώς του (ΑΠ 420/2016). Η μείωση του τιμήματος υπολογίζεται με την εκτίμηση αρχικά της αξίας του ελαττωματικού πράγματος και, στη συνέχεια, εκτιμάται η αξία του πράγματος χωρίς το ελάττωμα και με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η αναλογία που υπάρχει μεταξύ των δύο εκτιμήσεων (ΑΠ 796/2015, ΑΠ 1442/2012). Για τον υπολογισμό της αξίας του πράγματος με το ελάττωμα και χωρίς αυτό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της συνάψεως της συμβάσεως σε αντιδιαστολή με εκείνο της προβολής της αξιώσεως. Εάν όμως το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, τότε για τον υπολογισμό της μειώσεως πρέπει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό αυτό σημείο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα, στην περίπτωση μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του ασκούντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσας καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρον 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015).

Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζομένη στο νόμο αγωγή (ΟλΑΠ 18/1998). Αντιθέτως, η ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη στήριξη του αιτήματος της, τα πραγματικά δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 αντιστοίχως του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που όμως δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 45/2016, ΑΠ 389/2021 Αρχείο ΑΠ).

 *Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -