fbpx
Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου, 2024

Παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων – Στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος – Διαχρονικό δίκαιο

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 604/2023 οριοθετούνται τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παραβίασης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, ενώ ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις υπό το πρίσμα του διαχρονικού δικαίου (Ν 2472/1997 και Ν 4624/2019)

Σχετικές διατάξεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 2472/1997, «Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», (που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24/10/1995, όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της ερευνώμενης πράξης παραβίασης προσωπικών δεδομένων, μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν 2915/2001), αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό. Το προστατευόμενο από την διάταξη του άρθρου 22 του προϊσχύσαντος Ν 2472/1997 (αλλά και του ήδη ισχύοντος άρθρου 38 του Ν 4624/2019) έννομο αγαθό είναι το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση (ή αυτοκαθορισμό) ως ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (ιδιωτική σφαίρα) [ΣτΕ 3212/2003, ΣτΕ 3545/2002], το οποίο δεν είναι πρωτίστως οικονομικής φύσεως.

Αντικειμενική υπόσταση. Κατά δε το άρθρο 2 στοιχ. α’, β’, γ’, δ’, ε’ και ι’ του Ν 2472/1997, το οποίο, ως προς τους ορισμούς του, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την κατάργηση του νόμου αυτού από τον ως άνω Ν 4624/2019 (άρθρο 84 Ν 4624/2019), για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως:

α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων,

β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 άρθρου 18 του Ν 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 άρθρ. 8 του Ν 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή).

γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική.

δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή.

ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο (κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν 3471/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» [«αρχείο»], κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια… και

στ) «Αποδέκτης» είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Το άρθρο 22 του προϊσχύσαντος νόμου 2472/1997 προέβλεπε στην παρ. 4 αυτού ότι «Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις».

 Ήδη, με το άρθρο 38 παρ. 1 και 2 του Ν 4624/2019, που ισχύει, κατ’ άρθρο 87 αυτού, από 29-8-2019, ορίζεται ότι «1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 3. Εάν η πράξη της παραγράφου 2 αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ ή δεδομένα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή τα σχετικά με αυτά μέτρα ασφαλείας του άρθρου 10 του ΓΚΠΔ, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 44 στοιχ. α’, β’, στ’ και θ’ του ιδίου νόμου 4624/2019, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως :

α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»), το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμματικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική, ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου,

β) «επεξεργασία»: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται, με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή…η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης…,

στ) «σύστημα αρχειοθέτησης»: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση,

θ) «αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, προς τα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι…

Από τη συγκριτική επισκόπηση των διατάξεων του άρθρου 22 του Ν 2472/1997 προς εκείνες του άρθρου 38 του Ν 4624/2019 σαφώς συνάγεται ότι με την εφαρμογή του νέου νόμου (ο οποίος είναι μεν ευμενέστερος ως προς την απειλούμενη ποινή και κατά τούτο εφαρμοστέος), δεν έχει αλλάξει η νομοτυπική μορφή του αδικήματος και δεν αφίσταται εκείνης του προϊσχύοντος νόμου. Και τούτο διότι υπό αμφότερες τις ως άνω διατάξειςγια τηναντικειμενική θεμελίωση του αδικήματος απαιτείται κατά πρώτον

α) η ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε «αρχείο», υπό την έννοια του προμνημονευθέντος άρθρου 2 περ. ε’ του Ν 2472/1997, ήτοι συνόλου δεδομένων (πληροφοριών) προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο «επεξεργασίας» και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, (και σε «σύστημα αρχειοθέτησης» υπό την έννοια του άρθρου 44 του Ν 4624/2019),

β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί,

γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω αναφερθείσες διατάξεις,

δ) η επέμβαση τρίτου χωρίς δικαίωμα στο συγκεκριμένο αρχείο με οποιονδήποτε τρόπο και η περιέλευση σε γνώση του (ως αυτόθροη συνέπεια της παράνομης επέμβασης κατά το νέο νόμο) των δεδομένων του αρχείου.

Η ειδοποιός διαφορά στη νέα διάταξη, που δεν μεταβάλλει όμως τη βασική νομοτυπική μορφή του αδικήματος, είναι η λεπτομερέστερη περιγραφή των επί μέρους μορφών, υπό τις οποίες εκδηλώνεται η τέλεση της συγκεκριμένης πράξης, αφού πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, δηλαδή για έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση μπορεί να πραγματωθεί με περισσότερους εναλλακτικούς τρόπους συμπεριφοράς.

Ειδικότερα, ενώ στην προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 παρατίθενται διαζευκτικά, πλην της βασικής μορφής της επέμβασης τρίτου χωρίς δικαίωμα σε αρχείο, η γνώση, η αφαίρεση, η αλλοίωση, η βλάβη, η καταστροφή, η επεξεργασία (χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό), η μετάδοση, η ανακοίνωση των προσωπικών δεδομένων, η πράξη του να τα καθιστά ο δράστης προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή του να επιτρέπει σ’ αυτά να λάβουν γνώση των δεδομένων, με τη νέα διάταξη του άρθρου 38 του Ν 4624/2019, πλην της βασικής μορφής της επέμβασης στο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που διαλαμβάνεται στην παρ. 1α’, (και της αυτονόητης εξ αυτής γνώσης που πανηγυρικά διατυπώνεται ως συνέπεια), στην παρ. 1β’ παρατίθενται λεπτομερώς όλες οι δυνατές μορφές που μπορούν να λάβουν χώρα στο πλαίσιο της παράνομης επεξεργασίας των αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με την προσθήκη όλων των δυνατών τρόπων τέλεσής της.

Έτσι, η διάταξη αυτή του άρθρου 38 του Ν 4624/2019 συμπεριέλαβε και την αντιγραφή, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή των αρχείων προσωπικών δεδομένων, αποβλέποντας στην κατά το δυνατόν ευρύτερη προστασία του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και σφαίρα.

Τέλος, με την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου θεσπίζεται ως αυτοτελές αδίκημα η χρησιμοποίηση από τρίτον αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με την προσθήκη και άλλων μορφών χρήσης, ήτοι της διάδοσης, κοινολόγησης με διαβίβαση, διάθεσης, (πλην εκείνων του παλαιού άρθρου 22, της μετάδοσης, ανακοίνωσης κλπ. σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν κατά την ως άνω παράθεσή του), τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παρ. 1.

Με τα δεδομένα αυτά, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, συνάγεται ότι η ύπαρξη του «αρχείου» συνιστά τον αναγκαίο όρο για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος,των δεδομένων του οποίου κάνει κάποιος χρήση χωρίς δικαίωμα, αφού προηγουμένως απέκτησε πρόσβαση με παρέμβαση σε αυτό του ίδιου ή κατόπιν παρεμβάσεως τρίτου σε αυτό και μετάδοσής του στον χρήστη.

Υποκειμενική υπόσταση. Για δε τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παραβίασης προσωπικών δεδομένων των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 38 του ως άνω νόμου απαιτείται δόλος, αρκούντος και του ενδεχόμενου. Η κτήση των προσωπικών δεδομένων με επέμβαση χωρίς δικαίωμα σε αρχείο, ως στοιχείο για τη θεμελίωση της πράξεως της παρ. 2 του άρθρου 38, δεν προϋποθέτει απαραιτήτως και αποκλειστικά παράνομη επέμβαση από τον ίδιο τον χρήστη στο αρχείο, αφού ερμηνεία της νέας διάταξης υπό την εκδοχή της ταύτισης στο ίδιο πρόσωπο αυτού που επενέβη παράνομα στο αρχείο με αυτόν που προέβη στην αυθαίρετη χρησιμοποίηση του προϊόντος τέτοιας επέμβασης ουδόλως συνάγεται ευθέως από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού ο νομοθέτης, εάν επέλεγε τη στενότερη αυτή έννοια που συνεπάγεται και μειωμένη προστασία του προστατευτέου εννόμου αγαθού, θαείχε εκφρασθεί ρητώς.Εξάλλου, η ως άνω άποψη περί αναγκαιότητας ταύτισης στο ίδιο πρόσωπο των πιο πάνω ιδιοτήτων σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν συνάγεται ούτε και με τελολογική ερμηνεία αυτής. Τούτο δε διότι τυχόν παραδοχή της άποψης αυτής θα οδηγούσε προδήλως σε καταστρατήγηση του σκοπού του νόμου και στο απευκταίο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης χρήσης των αρχείων προσωπικών δεδομένων, καθόσον, αυτός μεν που επενέβη παρανόμως σε αρχείο και στη συνέχεια το παρέδωσε σε τρίτο, θα παρέμενε άγνωστος, ο δε χρήστης των παρανόμως κτηθέντων δεδομένων, λόγω του ότι δεν επενέβη ο ίδιος στο αρχείο, αλλά τρίτος (τον οποίον δεν αποκαλύπτει) του τα διέθεσε, (θα παρέμενε) ατιμώρητος.

Η ρητή μνεία της απόκτησης από τον χρήστη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό τους όρους της παρ. 1 του άνω άρθρου, δηλαδή μετά από παράνομη επέμβαση σε αρχείο, εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη να θέσει τις δύο αυτές προϋποθέσεις ως στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της αυθαίρετης χρησιμοποίησης των προσωπικών δεδομένων ως προϊόντων τέτοιας επέμβασης, χωρίς να ενδιαφέρει ποιος επενέβη στο αρχείο, δηλαδή ο ίδιος ή τρίτος, κατ’ αντιδιαστολή με την περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, οπότε δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.

Επισημαίνεται ότι και υπό την ισχύ του άρθρου 22 του Ν 2472/1997, ελλείψει της ρητής ως άνω προϋπόθεσης που τέθηκε στη νέα διάταξη, η νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου ακολουθούσε, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, ερμηνευτικά την ίδια προσέγγιση επί του ζητήματος. Έτσι, γινόταν δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται κατ’ αντικείμενο το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο αδίκημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνώριζε από μόνος του, αφού δεν θεωρούνταν δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων έκανε κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει ο ίδιος κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εξέλιπε η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως (ΑΠ 614/2020, ΑΠ 2000/2019, ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015 ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 1381/2009).

Ένδικη υπόθεση. Εν προκειμένω, από την παραδεκτή, στα πλαίσια του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλομένης 954/22-2-2023 αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι: «… στον κατηγορούμενο αποδίδεται η παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’ εξακολούθηση με μετάδοση και ανακοίνωσή τους σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και ειδικότερα ότι ως διευθυντής σύνταξης της διαδικτυακής ιστοσελίδας με την επωνυμία «…» η οποία ανήκει στην Κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «…», προέβη στην σύνταξη και ανάρτηση δημοσιευμάτων, χωρίς την αναγραφή του ονόματος του συντάκτη, με τα οποία ανακοίνωνε χωρίς δικαίωμα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, έγγραφα και στοιχεία που προέρχονταν από τη με αριθμό ΑΒΜ… δικογραφία της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που εκκρεμούσε στο στάδιο της κύριας ανάκρισης, καθιστώντας τα με τους πιο πάνω τρόπους προσιτά στους αναγνώστες της ιστοσελίδας, όπως ειδικότερα εκτίθεται… Κατά το κατηγορητήριο δεν αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι απέκτησε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (έγγραφα και στοιχεία που προέρχονταν από ανακριτική δικογραφία), τα οποία μετέδωσε και ανακοίνωσε στους ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους, σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και συγκεκριμένα στους αναγνώστες της ιστοσελίδας της οποίας ήταν διευθυντής σύνταξης με επέμβαση του ίδιου στο σύστημα αρχειοθέτησης που τηρείται από την αρμόδια δικαστική υπηρεσία. Από τα πιο πάνω (αναφέρεται στην οικεία εκτενή μείζονα σκέψη), προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 του Ν 4624/2019, αποτελεί ευμενέστερη διάταξη αυτής του άρθρου 22 παρ. 4 β’ του Ν 2472/1997, καθόσον απαιτεί το επιπλέον στοιχείο της απόκτησης των προσωπικών δεδομένων που ο κατηγορούμενος διέδωσε, ανακοίνωσε κλπ. με επέμβαση του ίδιου του κατηγορούμενου στο σύστημα αρχειοθέτησης. Το στοιχείο όμως δεν αποτελεί περιεχόμενο της ένδικης κατηγορίας. Επομένως, μετά την αποδοχή του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορούμενου, κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω ευμενέστερης διάταξης του άρθρου 38 παρ. 2 του Ν 4624/2019, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει καταστεί ανέγκλητη και συνεπώς αυτός πρέπει να κηρυχθεί αθώος». Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 954/22-2-2023 απόφασή του κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Β. Π. του ότι: «Στην … στις 4-5-2015, 12-5-2015 και 13-5-2015 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς δικαίωμα μετέδωσε και ανακοίνωσε σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος Ε. Μ. του Μ., που τηρούνται σε Αρχείο και δη δεδομένα σχετικά με ποινικές διώξεις εις βάρος του. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο: ο κατηγορούμενος Β. Π. του Ι., όντας διευθυντής σύνταξης της ιστοσελίδας «…» προέβη στη σύνταξη και ανάρτηση δημοσιευμάτων, χωρίς την αναγραφή του ονόματος συντάκτη, με τα οποία ανακοίνωσε χωρίς δικαίωμα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα έγγραφα και στοιχεία προερχόμενα από την με αριθμό ΑΒΜ … δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που εκκρεμούσε στο στάδιο της κύριας ανάκρισης, καθιστώντας…με τους ανωτέρω τρόπους τα έγγραφα αυτά προσιτά στους αναγνώστες της ιστοσελίδας. Συγκεκριμένα: 1) Την 4.5.2015 και περί ώρα 16.52 στην ως άνω ιστοσελίδα δημοσιεύθηκε το εξής κείμενο υπό τον τίτλο «Όλη η κατάθεση Κ. για Μ.», στο οποίο περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα ένορκης κατάθεσης (του) μάρτυρα Α. Κ. που βρίσκεται εντός της προαναφερθείσας δικογραφίας: (παρατίθεται σε φωτοτυπική απεικόνιση το πεδίο της αντίστοιχης ιστοσελίδας με συναφή σχόλια και το φερόμενο ως περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης). 2) Την 12.5.2015 περί 00.43 στην ως άνω ιστοσελίδα δημοσιεύθηκε το εξής κείμενο υπό τον τίτλο «κατηγορούμενος για δωροδοκία ο Μ.», στο οποίο περιλαμβάνονται αποσπάσματα του κατηγορητηρίου που απέδωσε ο ανακριτής στον εγκαλούντα και ένορκης κατάθεσης μάρτυρα Ν. Γ. που βρίσκεται εντός της προαναφερθείσας δικογραφίας και παρατίθεται σε φωτοτυπική απεικόνιση το πεδίο της αντίστοιχης ιστοσελίδας με σχόλια κάτωθεν της φωτογραφίας του εγκαλούντος, περικοπή που φέρεται ότι ανήκει στο αποδοθέν σ’ αυτόν κατηγορητήριο, στη διατύπωση άποψης του ανακριτή και στην κατάθεση του Ν. Γ.. 3) Την 13-5-2015 περί ώρα 2.33′ στην ως άνω ιστοσελίδα δημοσιεύθηκε το εξής κείμενο υπό τον τίτλο: «η κατάθεση Μ.» στο οποίο περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα ένορκης κατάθεσης μάρτυρα Δ. Μ. που βρίσκεται εντός της προαναφερθείσας δικογραφίας (παρατίθεται ομοίως σε φωτοτυπική απεικόνιση το πεδίο της ιστοσελίδας , λεζάντα με τη φωτογραφία του μάρτυρα και το περιεχόμενο της κατάθεσής του στον Ανακριτή).

Κρίση του ΑΠ. Έτσι που έκρινε όμως το Δικαστήριο της ουσίας, προεχόντως εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν 4624/2019, αφού με το να δεχθεί ότι από το συνδυασμό των παρ. 2 και 3 με εκείνη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, η απόκτηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με επέμβαση του ίδιου του κατηγορουμένου στο σύστημα αρχειοθέτησης, έθεσε, τη συγκεκριμένη προϋπόθεση ως όρο για το αξιόποινο της πράξης, χωρίς πράγματι να υφίσταται το εν λόγω στοιχείο ως αναγκαίος όρος.

Τούτο δε καθόσον, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος αρκεί ότι τα συγκεκριμένα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα περιήλθαν στον δράστη από τρίτον, ο οποίος επενέβη χωρίς δικαίωμα στο αρχείο και τα απέκτησε κατά παράβαση της παρ. 1 του άνω άρθρου και δεν απαιτείται, όπως εσφαλμένα υπέλαβε το δικαστήριο, ταύτιση του προσώπου που επενέβη στο αρχείο με τον κατηγορούμενο που μετέδωσε, ανακοίνωσε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (το κοινό που έχει πρόσβαση και παρακολουθεί την επίμαχη ιστοσελίδα). Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο Εισαγγελέας, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -