Την τρέχουσα εβδομάδα θα κατατεθεί το πόρισμα για τον νέο δικαστικό χάρτη, όπως έχει συνταχθεί από την ομάδα εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατατείνοντας προς την κατάργηση Εφετείων, την αντιμετώπιση της ύπαρξης περισσότερων Πρωτοδικείων στον ίδιο νομό και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης.
Στο τέλος του μήνα αναμένεται αντίστοιχο πόρισμα της Παγκόσμιας Τράπεζας
Την πληροφορία δίνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με ανακοίνωσή της, ύστερα από συνάντηση που είχε με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης Ι. Μπούγα. Γίνεται μάλιστα γνωστό ότι στο τέλος του μήνα αναμένεται αντίστοιχο πόρισμα της Παγκόσμιας Τράπεζας, το οποίο θα περιλαμβάνει περισσότερες εναλλακτικές προτάσεις.
Το Προεδρείο της ΕΝΔΕ:
- επανέλαβε τη θέση του ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη πρέπει να γίνει με γνώμονα την προστασία του δικαιώματος ακώλυτης προσφυγής του πολίτη στη Δικαιοσύνη και ότι το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης θα πρέπει να επιλυθεί με στοχευμένες παρεμβάσεις στους δικαστικούς σχηματισμούς και στις διαδικασίες, όπου εντοπίζεται το πρόβλημα και όχι με εξ ολοκλήρου αλλαγή της δομής της Δικαιοσύνης.
- Εξέφρασε την αντίθεσή του στην κατάργηση ή συγχώνευση Εφετείων της χώρας, με δεδομένο ότι τέσσερα Εφετεία έχουν συσταθεί περίπου προ δεκαετίας και με κριτήρια πληθυσμιακά, γεωγραφικά (δυσχέρεια πρόσβασης, νησιωτικότητα κλπ.).
- Εξέφρασε τη συμφωνία του στη διατήρηση των οργανικών μονάδων των υπαρχόντων Πρωτοδικείων, ακόμη και στην περίπτωση που στα όρια του ίδιου Νομού λειτουργούν δύο ή τρία Πρωτοδικεία, εφόσον ληφθεί μέριμνα, ώστε να επιτευχθεί ισοκατανομή των υποθέσεων μεταξύ των Δικαστικών Λειτουργών, εφόσον αποδεικνύεται με βάση τα στατιστικά στοιχεία ανισοκατανομή.
- Εξέφρασε την αντίθεσή του στην ενοποίηση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων, με το επιχείρημα: α) ότι τα Ειρηνοδικεία αποτελούν απόλυτα επιτυχημένους δικαστικούς σχηματισμούς και σχηματισμούς ταχείας επίλυσης των διαφορών, β) ότι ο σχεδιασμός του Υπουργείου συνεπάγεται την τεράστια αύξηση του αριθμού των Δικαστικών Λειτουργών του ενιαίου πλέον πρώτου βαθμού (και ιδίως στο ήδη υδροκέφαλο Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο ο συνολικός αριθμός θα ανέλθει σε οκτακόσιους (800) και πλέον Δικαστικούς Λειτουργούς) και θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία διοίκησης ενός τέτοιου δικαστικού σχηματισμού, την αδυναμία εκδίκασης των εφέσεων επί των πρωτοβαθμίων αποφάσεων, με δεδομένο ότι ο συνολικός αριθμός των Δικαστικών Λειτουργών που πρώτου βαθμού θα ανέρχεται πλέον σε δύο χιλιάδες εκατό δύο (2.102), τη δυσλειτουργία λόγω έλλειψης υποδομών, με δεδομένο ότι τα Περιφερειακά Ειρηνοδικεία στεγάζονται σε ακατάλληλα κτίρια κλπ., γ) ότι δημιουργεί Δικαστές δύο κατηγοριών και προβαίνει σε κατ’ επίφαση ενοποίηση του πρώτου βαθμού, δεδομένου ότι το σύνολο των Δικαστών θα ασκούν μεν τα ίδια καθήκοντα αλλά οι Ειρηνοδίκες θα εξελίσσονται υπηρεσιακά μόνον μέχρι τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, όπως ενημερωθήκαμε, δηλαδή εκκινεί το Υπουργείο από την εσφαλμένη παραδοχή ότι οι Ειρηνοδίκες διαθέτουν μειωμένα τυπικά ποσόντα και ουσιαστικά (επιστημοσύνης).
- Επεσήμανε τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στη δικαστική επετηρίδα και στις μεταθέσεις και βέβαια επεσήμανε τα ανακύπτοντα ζητήματα ως προς τον προσωπικό, οικογενειακό και οικονομικό προγραμματισμό κάθε συναδέλφου Ειρηνοδίκη καθώς και την κατάλυση της αρχής της εμπιστοσύνης προς τη Διοίκηση, καθότι το σύνολο των συναδέλφων Ειρηνοδικών επέλεξε τη συμμετοχή του σε διαγωνισμούς για θέσεις Ειρηνοδικών και όχι σε διαγωνισμούς της ΕΣΔΙ και με την άνω πολιτική απόφαση μεταβάλλονται αιφνιδιαστικά τόσο οι συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός τους όσο και η φύση των εκδικαζόμενων μέχρι σήμερα υποθέσεων.
- Επεσήμανε και τα επιπλέον ζητήματα που ανακύπτουν για τους συναδέλφους Ειρηνοδίκες, που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια.
Εξ αυτού του λόγου άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων Ειρηνοδικών αντιτίθεται στο σχέδιο της ενοποίησης, με το οποίο, στην πραγματικότητα, επιδιώκεται για άλλη μία φορά να συνδράμουν οι Ειρηνοδίκες στο δομικό πρόβλημα της υπερχρέωσης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, όπως συνέβη τα τελευταία δέκα τρία χρόνια όσον αφορά τις χιλιάδες υποθέσεις υπερχρεωμένων οφειλετών, στα πλαίσια μίας κατ’ επίφαση ενοποίησης και αλλαγής του ονόματος του Ειρηνοδίκη σε Πρωτοδίκη.
Μεμονωμένες δε φωνές που τάσσονται υπέρ της ενοποίησης και μάλιστα με τους άνω δυσμενείς όρους (μη πλήρης εξομοίωση, εξέλιξη ως τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, ενδεχόμενη μείωση αποδοχών, κατάργηση του ουσιαστικά αμετάθετου των Ειρηνοδικών, κατάργηση αυτοτέλειας Ειρηνοδικείων κλπ.) και υποστηρίζουν τη θέση τους αυτή με επισκέψεις στο Υπουργείο, όπως ενημερωθήκαμε κατά τη συνάντηση, παραγνωρίζουν τη συλλογική εκπροσώπηση του Δικαστικού Σώματος από το νόμιμα εκλεγμένο Διοικητικό Συμβούλιο και συνεπώς θα φέρουν την πλήρη ευθύνη για οιαδήποτε δυσμενή για τους Δικαστικούς Λειτουργούς – Ειρηνοδίκες εξέλιξη που θα βασίζεται στις αντιθεσμικές ενέργειές τους.
Τέλος, το Προεδρείο, στην άνω συνάντηση υποστήριξε την αρχική του πρόταση για λελογισμένη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων και τη μεταφορά της ύλης επί των υποθέσεων κτηματολογίου – εκουσίας δικαιοδοσίας στα Ειρηνοδικεία, με συνέπεια τη μείωση της δικαστηριακής ύλης των Πρωτοδικείων καθώς και για κατάργηση των Ειρηνοδικείων με εξαιρετικά μειωμένη δικαστηριακή ύλη (πιστοποιητικά κλπ.) και με αριθμό αποφάσεων, ο οποίος είναι κάτω του αριθμού των πενήντα ετησίως (λήψη υπ’ όψιν στατιστικών στοιχείων), ώστε να ιδρυθούν Πολυδύναμα Ειρηνοδικεία με πλήρη διοικητική αυτοτέλεια και με επιβεβλημένη τη μισθολογική και βαθμολογική αναμόρφωση των Ειρηνοδικών.
Επ’ ευκαιρία της ανακοίνωσης αυτής και επειδή διατυπώθηκαν απόψεις περί του ενδεχομένου παράτασης του ωραρίου συνεδρίασης των Δικαστηρίων στα πλαίσια συνεδρίου, αν και κανένας επίσημος φορέας δεν έχει αναφερθεί σε τέτοιο ενδεχόμενο το Προεδρείο της Ένωσης έχει την υποχρέωση να υπενθυμίσει ότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί εκτελούν τα καθήκοντά τους άνευ ωραρίου, καθημερινές, αργίες και Σαββατοκύριακα καθώς και κατά τη διάρκεια του θέρους, ώστε να ανταπεξέλθουν στον τεράστιο όγκο δικαστηριακής ύλης. Η πρόβλεψη ωραρίου συνεδρίασης των Δικαστηρίων είναι εργασιακή κατάκτηση και κεκτημένο των πολύτιμων συνεργατών μας των Δικαστικών Υπαλλήλων αλλά παράλληλα συμβάλλει στην ορθή απονομή του Δικαίου και τούτο διότι η άσκηση δικαστικών καθηκόντων είναι πνευματική διαδικασία και όχι διεκπεραιωτική εργασία. Εξάλλου, αποτελεί συνταγματική απαίτηση του πολίτη το Δίκαιο να απονέμεται από Δικαστικούς Λειτουργούς με διαύγεια, καθαρότητα σκέψης και ευθυκρισία και όχι καταπονημένους πνευματικά λόγω της πολύωρης παραμονής επί της έδρας. Επομένως, η οποιαδήποτε τοποθέτηση περί παράτασης του ωραρίου καλό είναι να λαμβάνει υπ’ όψιν της την άνω συνταγματική απαίτηση.