fbpx
Δευτέρα, 20 Μαΐου, 2024

Τράπεζα κίνησε παρανόμως αναγκαστική εκτέλεση που ήταν στον «πάγο» – Ηθική βλάβη για τους ηλικιωμένους ενάγοντες (ΕιρΑθ 564/2024)

Η εκ νέου και παρά την δικαστική απαγόρευση επίδοση επιταγής πληρωμής, ώθησε το δικαστήριο να επιδικάσει το ποσό των 5.000 ευρώ στους ενάγοντες, εξαιτίας της ηθικής βλάβης που υπέστησαν

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Ειρηνοδικείο Αθηνών κλήθηκε να αποφανθεί περί της βασιμότητας του ισχυρισμού της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας εξαιτίας της εκ νέου επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από την τελευταία με επίδοση επιταγής πληρωμής, μολονότι οι αιτούντες είχαν πετύχει πρωτύτερα την αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω διαταγής πληρωμής με δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Νομική Βάση

Το δικαστήριο αφού ανέφερε ότι, με το αρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ ρυθμίζεται το ζήτημα της αποζημιώσεως του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται η εκτέλεση, μετά την άσκηση ανακοπής, παρέχοντας το δικαίωμα σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, να ζητήσει από τον επισπεύσαντα αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα. Παράλληλα, σημείωσε ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (914 ΑΚ), υπογραμμίζοντας ότι παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα, της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων.

Πραγματικά περιστατικά

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, δηλαδή η πιστούχος – οφειλέτιδα και ο εγγυητής, είχαν συμβληθεί το 2007 με την εναγομένη τραπεζική εταιρεία δυνάμει ιδιωτικής σύμβασης δανείου καθώς και πρόσθετων πράξεων αυτής. Η εναγομένη, κατόπιν της καταγγελίας της ανωτέρω σύμβασης και πράξεων, πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το 2019, υποχρεώνοντας τους ενάγοντες να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 33.051,15 ευρώ. Στην συνέχεια, η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες αντίγραφο από το α’ εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής με την επιταγή προς πληρωμή, ενώ οι εναγόμενοι με την σειρά τους άσκησαν ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και της επιταγής πληρωμή ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ καθώς και αίτηση αναστολής κατά των ίδιων πράξεων. Τελικά, τον Οκτώβριο του 2019, το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση αναστολής λόγω, ειδικότερα, πιθανολόγησης ευδοκίμησης ενός εκ των προβαλλόμενων λόγων ανακοπής και πιθανολόγησης πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στους αιτούντες από την αναγκαστική εκτέλεση και διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της ανωτέρω διαταγής πληρωμής έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής.

Περί ηθικής βλάβης

Παρά την ισχύ της διαταχθείσας, με δικαστική απόφαση, αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, η εναγόμενη προέβη, εκ νέου, το 2020, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, σε επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή, ήτοι προέβη εκ νέου και παρά την ανωτέρω, με τη δικαστική αναστολή, απαγόρευση, σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των εναγόντων. Η κίνηση αυτή, προκάλεσε στους ενάγοντες, ενόψει και του προχωρημένου της ηλικίας και της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας τους (μερική αναπηρία), μεγάλη αναστάτωση, ψυχικό άλγος και αίσθημα άγχους και ανασφάλειας. Αυτή η δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση εντάθηκε, ακολούθως, από την επίδειξη αδιαφορίας της εναγόμενης να επικοινωνήσει, δια των νόμιμων εκπροσώπων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της, με τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, ο οποίος όχλησε σχετικά την τελευταία όπως και η παράλειψη να ενεργήσει για την αποκατάσταση των δυσμενών εκ της μη νόμιμης επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης συνεπειών, ήτοι παραιτούμενη άμεσα και ρητώς αυτής, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποχρεωθούν, για να προασπίσουν τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά τους, να ασκήσουν εκ νέου το 2020, ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε, ερήμην της εναγομένης.

Κρίση του Δικαστηρίου

Επί της ανακοπής που ασκήθηκε εκδόθηκε απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή και η οποία κατέστη αμετάκλητη, καθόσον δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο κατ’ αυτής. Το δικαστήριο επιρρώνοντας τους ισχυρισμούς των εναγόντων τόνισε ότι η αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης προέκυπτε αφενός από την υπαίτια και εξ αμελείας παράλειψη της πληρεξούσιου δικηγόρου αυτής, να πληροφορηθεί έγκαιρα (συγκεκριμένα πριν την επίσπευση εκ νέου αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των εναγόντων) την έκδοση της αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, καθόσον η εναγόμενη παραστάθηκε στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αυτής, η δε εν λόγω δικαστική απόφαση της αναστολής εκτέλεσης εκδόθηκε 4 μήνες πριν από την επίδοση στους ενάγοντες της άκυρης επιταγής προς πληρωμή και είχε άμεση ισχύ από την έκδοση της. Αφετέρου, διότι η εναγόμενη, ακόμα και όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την πληρεξούσια δικηγόρο της, σχετικά με την παρανόμως επισπευδόμενη σε βάρος τους εκτέλεση, δεν προέβη, άμεσα, ως όφειλε, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και προς αποκατάσταση της προηγούμενης παράνομης και βλαπτικής ενέργειάς της, σε δήλωση παραίτησης από την άκυρη επιταγή προς πληρωμή, παρά μόνο αδιαφόρησε, τελούσα εν γνώσει της ακυρότητας αυτής. Τέλος, η εναγόμενη δεν παραστάθηκε, δίχως οποιαδήποτε προηγούμενη επικοινωνία με τους αντιδίκους της κατά τη συζήτηση της ως άνω στρεφόμενης κατά της άκυρης επιταγής προς πληρωμή ανακοπής, δίχως να αποδεικνύεται ότι έπραξε τούτο για να διευκολύνει, διά της ερημοδικίας της, την ευδοκίμηση της ανακοπής. Για τον λόγο αυτό κατέληξε ότι θα πρέπει να επιδικαστεί σε έκαστο εξ αυτών, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 2.500,00 ευρώ εξαιτίας της ηθικής βλάβης που βίωσαν από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά.

Τελικώς, προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και ασφαλέστερης διάγνωσης του νομικού ζητήματος, το Δικαστήριο ανέβαλε την συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της ανακοπής των εναγόντων κατά της εναγομένης, η οποία, κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, εκκρεμούσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕιρΑθ 564/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -