fbpx
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Καθορισμός συνολικής ποινής από το δικαστήριο – Εσφαλμένη εφαρμογή

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 762/2023 κρίνεται αναίρεση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατ’ αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή. Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν είναι συγχωνεύσιμη ποινή. Σε καθορισμό συνολικής ποινής είναι οι λοιπές στερητικές της ελευθερίας ποινές.

Σχετικές διατάξεις : Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ, “κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως στον καταδικασμένο και τον Εισαγγελέα”.

Από τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ προκύπτει ότι λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης( ολ. ΑΠ 3/2019).

Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 551 παρ. 1,2,3 ΚΠΔ «1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ΠΚ για τη συρροή. 2. Αν στις καταδίκες που απαγγέλθηκαν η κατά την επόμενη παράγραφο ποινή βάσης επιβλήθηκε από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Μονομελές ή Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων ή και από το Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αρμόδιο είναι το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο. Το ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής έχει και τη δικαιοδοσία των παρ. 4 και 5 του άρθρου 80 ΠΚ. 3. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παρ. αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει την συνολική ποινή».

Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ «1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.»

Έννοια βαρύτερης ποινής (ποινή βάσης). Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 551 ΚΠΔ, κατά το μέρος που αναφέρονται στον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (ΑΠ 707/2012, ΑΠ 1662/2006, ΑΠ 216/2003, ΑΠ 384/2000), ενώ, αναφορικά, με την έννοια του όρου “βαρύτερη ποινή” επισημαίνεται ότι η σύγκριση των ποινών γίνεται σε συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο επίπεδο και αφορά πρώτα το είδος και ύστερα τη διάρκεια της και, βέβαια, όταν συντρέχει ποινή ισόβιας κάθειρξης (εκ της φύσεώς της ανεπίδεκτη συγχωνεύσεως), δεν αξιολογείται για τον χαρακτηρισμό της ποινής ως βαρύτερης, αφού δεν μπορεί να συνυπολογισθεί κατά το σχηματισμό της συνολικής ποινής.

Ένδικη υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την με αριθμό 1368/2022 απόφασή του, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ύστερα από αίτηση του καταδικασμένου M. ή K. N. ή K. του P. ή F., καθόρισε τη συνολική ποινή κάθειρξης που πρέπει αυτός να εκτίσει σε “κάθειρξη ισόβια και επτά (7) έτη και ένα (1) μήνα”, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα, όπως αναφέρονται επακριβώς, στο διατακτικό (σελ. 5), αποτελείται “από τη ποινή κάθειρξης των ισοβίων και των τριών (3) ετών και των εννέα (9) μηνών, που του επιβλήθηκε με την με αριθμό 103/18-01-2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως ποινή βάσης, επαυξημένη κατά τρία (3) έτη και ένα (1) έτος από την ποινή της κάθειρξης των δέκα (10) ετών και της φυλάκισης των τεσσάρων (4) ετών που του επιβλήθηκε με την με αριθμό 454/02-07-2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης κατά δύο (2) έτη και δύο (2) μήνες και δύο (2) μήνες από την ποινή κάθειρξης των έξι (6) ετών και έξι (6) μηνών και έξι (6) μηνών που του επιβλήθηκε με την με αριθμό 149-158/02-03-2022 απόφαση του Μ.Ο.Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης και κατά τρεις (3) μήνες και δύο(2) μήνες και ένα (1) μήνα και ένα (1) μήνα και ένα (1) μήνα και ένα(1) μήνα από την ποινή φυλάκισης των δέκα (10) μηνών και τεσσάρων (4) μηνών και τριών (3) μηνών και τριών (3) μηνών και τριών (3) μηνών και τριών (3) μηνών που του επιβλήθηκαν την με αριθμό 6125/31-10-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης”. Με την ίδια διατύπωση εκφέρεται η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου και στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

Από την προαναφερόμενη αιτιολογία της με αριθμό 1368/2022 αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης εσφαλμένα ερμήνευσε και εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94§1 ΠΚ και 551 παρ.1,3 ΚΠΔ, πέραν του ότι υπέπεσε και σε αθροιστικό λάθος κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής. Ειδικότερα, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία, υπήγαγε στην έννοια της “βαρύτερης” ποινής και την ισόβια κάθειρξη, που δεν είναι “συγχωνεύσιμη” και έτσι εσφαλμένα εφάρμοσε τους περί καθορισμού συνολικής ποινής ορισμούς, τόσο του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 94παρ. 1), όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 551 παρ.1,3 ΚΠΔ).

Περαιτέρω, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των ιδίων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο επέλεξε ως ποινή-βάση την πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισης των τριών (3) ετών και εννέα (9) μηνών που επιβλήθηκε, πέραν της ισόβιας κάθειρξης, στον καταδικασμένο με την με αριθμό 103/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ενώ, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, ποινή-βάση στην προκείμενη περίπτωση έπρεπε να είναι η συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών που επιβλήθηκε στον καταδικασμένο με την με αριθμό 454/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προερχόμενη από δύο ποινές, κάθειρξης 10 ετών και φυλάκισης 4 ετών, “συγχωνευθείσες”.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -