fbpx
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Η ώρα των Δικαστών : Επί τάπητος ο νέος Δικαστικός Χάρτης – Στο Εφετείο Αθηνών οι εργασίες της Γενικής Συνέλευσης της ΕνΔΕ

Στο αμφιθέατρο του Εφετείου (Λεωφ. Αλεξάνδρας και Δέγλερη) στις 9.00 π.μ., ξεκινά η ετήσια τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης, με θεματικό πυρήνα την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και την αναδιάρθρωση των ήδη υπαρχόντων δικαστηρίων

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Λένε ότι θα είναι η μαζικότερη γενική συνέλευση που έχει συγκαλέσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (επικεφαλής σήμερα η εφέτης Μαργατίτα Στενιώτη), το μεγαλύτερο σωματείο του κλάδου με περισσότερα από 3.000 μέλη, με 63 χρόνια ιστορίας. Λένε επίσης ότι θα είναι υψηλής έντασης, καθώς το υπ΄αριθμόν ένα – λόγω σπουδαιότητας – θέμα της ατζέντας της Συνέλευσης, είναι ο νέος Δικαστικός Χάρτης, με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η μεταρρύθμιση βεληνεκούς αναμένεται να τροποποιήσει αισθητά το σημερινό οικοδόμημα, με τη συνδρομή και της Παγκόσμιας Τράπεζας, το πόρισμα της οποίας (σσ: έχει συνταχθεί κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης) αναμένεται να παρουσιάσει σύντομα στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο αρμόδιος Υπουργός Γιώργος Φλωρίδης.

Στα θέματα της ημερήσιας διάταξης της Γενικής Συνέλευσης της ΕνΔΕ περιλαμβάνονται, επίσης, οικονομικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα δικαστικών λειτουργών καθώς και οι συνθήκες εργασίας τους.

Οι εργασίες θα καλυφθούν ζωντανά – live streaming από τη LAWNET, τεχνολογικό πάροχο και συνεργάτη της ΕνΔΕ.

Ο χάρτης

Ο νέος δικαστικός χάρτης προσδιορίζεται από την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων, με την αναβάθμιση των Ειρηνοδικών σε Πρωτοδίκες, και την αναδιάρθρωση των ήδη υπαρχόντων δικαστηρίων ώστε να υπάρχει δικαιότερη κατανομή του δικαστικού έργου.

Η επίσημη θέση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για τα ζητήματα του Δικαστικού Χάρτη θα καθορισθεί από τη Γενική Συνέλευση του Σώματος

Η επίσημη θέση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για τα ζητήματα του Δικαστικού Χάρτη θα καθορισθεί από τη Γενική Συνέλευση του Σώματος με τη θέση σε ψηφοφορία όλων των προτάσεων, που θα διατυπωθούν.

Ο ίδιος ο υπουργός έχει τοποθετηθεί με άρθρο του στο NB Daily τονίζοντας μεταξύ άλλων:  «Είναι εύλογο ότι η αναβάθμιση του 1/3 του δικαστικού σώματος, από ειρηνοδίκες σε πρωτοδίκες, παρέχει την δυνατότητα σε όλους να δικάσουν το σύνολο των πρωτοβάθμιων υποθέσεων, με αποτέλεσμα ν’ επιταχυνθεί αποφασιστικά η έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Αυτό είναι το κλειδί που διευκολύνει το δικαστικό έργο και όχι απλώς οι κατά καιρούς προτεινόμενες καταργήσεις ή συγχωνεύσεις δικαστηρίων. Μόνο ως παράγωγο αποτέλεσμα της δομικής αλλαγής της ενοποίησης του πρώτου βαθμού, θα προκύψει και ο λελογισμένος περιορισμός των δικαστηρίων με την ορθολογική κατανομή ανθρωπίνων και υλικών πόρων για την αποδοτικότερη λειτουργία τους. Ειδικότερα, αν δούμε, την κατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι στον πρώτο βαθμό υπηρετούν 962 Ειρηνοδίκες, 866 Πρωτοδίκες (συμπεριλαμβανομένων των Παρέδρων) και 301 Πρόεδροι Πρωτοδικών.

Από τους 962 Ειρηνοδίκες, περίπου 100 ασκούν αποκλειστικά καθήκοντα πταισματοδίκη, εκτελώντας εισαγγελικές παραγγελίες κατά το στάδιο της προδικασίας (και δη προανάκρισης ή προκαταρτικής εξέτασης), ενώ οι υπόλοιποι, οι οποίοι ασκούν αμιγώς καθήκοντα ειρηνοδίκη, δικάζουν τις πολιτικές υποθέσεις αρμοδιότητας ειρηνοδικείου, δηλαδή, κυρίως υποθέσεις με οικονομικό αντικείμενο μέχρι 20 χιλιάδες ευρώ και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας.

(…)

»Συμπερασματικά προκύπτει ότι οι Ειρηνοδίκες, παρότι αποτελούν σχεδόν το ήμισυ των δικαστών του πρώτου βαθμού, σήμερα εκδικάζουν μόνο το 1/3 της πρωτοβάθμιας δικαστικής ύλης. Μεταξύ άλλων δεν δικάζουν ποινικές υποθέσεις, είτε το κάνουν περιστασιακά, όταν ειρηνοδίκης ορίζεται ως μέλος τριμελούς συνθέσεως σε ορισμένα επαρχιακά δικαστήρια για την συμπλήρωση της σύνθεσης. Είναι, επομένως, αναγκαίο να γίνει εξορθολογισμός στην κατανομή της δικαστικής ύλης στον πρώτο βαθμό, ώστε αφενός να αυξηθεί το οικονομικό αντικείμενο των πολιτικών υποθέσεων που δύνανται οι ειρηνοδίκες, ως πρωτοδίκες πλέον, να δικάζουν, αφετέρου, μετά από κατάλληλη επιμόρφωση τους, να έχουν ισότιμη συμμετοχή στην ποινική διαδικασία (προδικασία και κύρια διαδικασία), πράγμα που προδήλως θα έχει θετική επίδραση στην ταχύτητα της δικαιοσύνης».

Καθώς οι μεταρρυθμίσεις στην ελληνική Δικαιοσύνη έχουν παρελθόν, από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου ακόμη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, η υποδοχή που θα έχει από τον κόσμο των δικαστών το εγχείρημα Φλωρίδη είναι κομβικής σημασίας.

Η ανακοίνωση του Προεδρείου

Το Προεδρείο  της Ένωσης έχει δώσει πάντως το στίγμα του, ύστερα από συνάντηση που είχε προσφάτως με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης Ι. Μπούγα. Αναλυτικά, σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε εκδώσει:

«Επανέλαβε τη θέση του ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη πρέπει να γίνει με γνώμονα την προστασία του δικαιώματος ακώλυτης προσφυγής του πολίτη στη Δικαιοσύνη και ότι το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης θα πρέπει να επιλυθεί με στοχευμένες παρεμβάσεις στους δικαστικούς σχηματισμούς και στις διαδικασίες, όπου εντοπίζεται το πρόβλημα και όχι με εξ ολοκλήρου αλλαγή της δομής της Δικαιοσύνης.

Εξέφρασε την αντίθεσή του στην κατάργηση ή συγχώνευση Εφετείων της χώρας, με δεδομένο ότι τέσσερα Εφετεία έχουν συσταθεί περίπου προ δεκαετίας και με κριτήρια πληθυσμιακά, γεωγραφικά (δυσχέρεια πρόσβασης, νησιωτικότητα κλπ.).

Εξέφρασε τη συμφωνία του στη διατήρηση των οργανικών μονάδων των υπαρχόντων Πρωτοδικείων, ακόμη και στην περίπτωση που στα όρια του ίδιου Νομού λειτουργούν δύο ή τρία Πρωτοδικεία, εφόσον ληφθεί μέριμνα, ώστε να επιτευχθεί ισοκατανομή των υποθέσεων μεταξύ των Δικαστικών Λειτουργών, εφόσον αποδεικνύεται με βάση τα στατιστικά στοιχεία ανισοκατανομή.

Εξέφρασε την αντίθεσή του στην ενοποίηση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων, με το επιχείρημα: α) ότι τα Ειρηνοδικεία αποτελούν απόλυτα επιτυχημένους δικαστικούς σχηματισμούς και σχηματισμούς ταχείας επίλυσης των διαφορών, β) ότι ο σχεδιασμός του Υπουργείου συνεπάγεται την τεράστια αύξηση του αριθμού των Δικαστικών Λειτουργών του ενιαίου πλέον πρώτου βαθμού (και ιδίως στο ήδη υδροκέφαλο Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο ο συνολικός αριθμός θα ανέλθει σε οκτακόσιους (800) και πλέον Δικαστικούς Λειτουργούς) και θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία διοίκησης ενός τέτοιου δικαστικού σχηματισμού, την αδυναμία εκδίκασης των εφέσεων επί των πρωτοβαθμίων αποφάσεων, με δεδομένο ότι ο συνολικός αριθμός των Δικαστικών Λειτουργών που πρώτου βαθμού θα ανέρχεται πλέον σε δύο χιλιάδες εκατό δύο (2.102), τη δυσλειτουργία λόγω έλλειψης υποδομών, με δεδομένο ότι τα Περιφερειακά Ειρηνοδικεία στεγάζονται σε ακατάλληλα κτίρια κλπ., γ) ότι δημιουργεί Δικαστές δύο κατηγοριών και προβαίνει σε κατ’ επίφαση ενοποίηση του πρώτου βαθμού, δεδομένου ότι το σύνολο των Δικαστών θα ασκούν μεν τα ίδια καθήκοντα αλλά οι Ειρηνοδίκες θα εξελίσσονται υπηρεσιακά μόνον μέχρι τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, όπως ενημερωθήκαμε, δηλαδή εκκινεί το Υπουργείο από την εσφαλμένη παραδοχή ότι οι Ειρηνοδίκες διαθέτουν μειωμένα τυπικά ποσόντα και ουσιαστικά (επιστημοσύνης).

Επεσήμανε τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στη δικαστική επετηρίδα και στις μεταθέσεις και βέβαια επεσήμανε τα ανακύπτοντα ζητήματα ως προς τον προσωπικό, οικογενειακό και οικονομικό προγραμματισμό κάθε συναδέλφου Ειρηνοδίκη καθώς και την κατάλυση της αρχής της εμπιστοσύνης προς τη Διοίκηση, καθότι το σύνολο των συναδέλφων Ειρηνοδικών επέλεξε τη συμμετοχή του σε διαγωνισμούς για θέσεις Ειρηνοδικών και όχι σε διαγωνισμούς της ΕΣΔΙ και με την άνω πολιτική απόφαση μεταβάλλονται αιφνιδιαστικά τόσο οι συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός τους όσο και η φύση των εκδικαζόμενων μέχρι σήμερα υποθέσεων.

Επεσήμανε και τα επιπλέον ζητήματα που ανακύπτουν για τους συναδέλφους Ειρηνοδίκες, που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια.

Εξ αυτού του λόγου άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων Ειρηνοδικών αντιτίθεται στο σχέδιο της ενοποίησης, με το οποίο, στην πραγματικότητα, επιδιώκεται για άλλη μία φορά να συνδράμουν οι Ειρηνοδίκες στο δομικό πρόβλημα της υπερχρέωσης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, όπως συνέβη τα τελευταία δέκα τρία χρόνια όσον αφορά τις χιλιάδες υποθέσεις υπερχρεωμένων οφειλετών, στα πλαίσια μίας κατ’ επίφαση ενοποίησης και αλλαγής του ονόματος του Ειρηνοδίκη σε Πρωτοδίκη.

Μεμονωμένες δε φωνές που τάσσονται υπέρ της ενοποίησης και μάλιστα με τους άνω δυσμενείς όρους (μη πλήρης εξομοίωση, εξέλιξη ως τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, ενδεχόμενη μείωση αποδοχών, κατάργηση του ουσιαστικά αμετάθετου των Ειρηνοδικών, κατάργηση αυτοτέλειας Ειρηνοδικείων κλπ.) και υποστηρίζουν τη θέση τους αυτή με επισκέψεις στο Υπουργείο, όπως ενημερωθήκαμε κατά τη συνάντηση, παραγνωρίζουν τη συλλογική εκπροσώπηση του Δικαστικού Σώματος από το νόμιμα εκλεγμένο Διοικητικό Συμβούλιο και συνεπώς θα φέρουν την πλήρη ευθύνη για οιαδήποτε δυσμενή για τους Δικαστικούς Λειτουργούς – Ειρηνοδίκες εξέλιξη που θα βασίζεται στις αντιθεσμικές ενέργειές τους.

Τέλος, το Προεδρείο, στην άνω συνάντηση υποστήριξε την αρχική του πρόταση για λελογισμένη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων και τη μεταφορά της ύλης επί των υποθέσεων κτηματολογίου – εκουσίας δικαιοδοσίας στα Ειρηνοδικεία, με συνέπεια τη μείωση της δικαστηριακής ύλης των Πρωτοδικείων καθώς και για κατάργηση των Ειρηνοδικείων με εξαιρετικά μειωμένη δικαστηριακή ύλη (πιστοποιητικά κλπ.) και με αριθμό αποφάσεων, ο οποίος είναι κάτω του αριθμού των πενήντα ετησίως (λήψη υπ’ όψιν στατιστικών στοιχείων), ώστε να ιδρυθούν Πολυδύναμα Ειρηνοδικεία με πλήρη διοικητική αυτοτέλεια και με επιβεβλημένη τη μισθολογική και βαθμολογική αναμόρφωση των Ειρηνοδικών.

Επ’ ευκαιρία της ανακοίνωσης αυτής και επειδή διατυπώθηκαν απόψεις περί του ενδεχομένου παράτασης του ωραρίου συνεδρίασης των Δικαστηρίων στα πλαίσια συνεδρίου, αν και κανένας επίσημος φορέας δεν έχει αναφερθεί σε τέτοιο ενδεχόμενο το Προεδρείο της Ένωσης έχει την υποχρέωση να υπενθυμίσει ότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί εκτελούν τα καθήκοντά τους άνευ ωραρίου, καθημερινές, αργίες και Σαββατοκύριακα καθώς και κατά τη διάρκεια του θέρους, ώστε να ανταπεξέλθουν στον τεράστιο όγκο δικαστηριακής ύλης. Η πρόβλεψη ωραρίου συνεδρίασης των Δικαστηρίων είναι εργασιακή κατάκτηση και κεκτημένο των πολύτιμων συνεργατών μας των Δικαστικών Υπαλλήλων αλλά παράλληλα συμβάλλει στην ορθή απονομή του Δικαίου και τούτο διότι η άσκηση δικαστικών καθηκόντων είναι πνευματική διαδικασία και όχι διεκπεραιωτική εργασία. Εξάλλου, αποτελεί συνταγματική απαίτηση του πολίτη το Δίκαιο να απονέμεται από Δικαστικούς Λειτουργούς με διαύγεια, καθαρότητα σκέψης και ευθυκρισία και όχι καταπονημένους πνευματικά λόγω της πολύωρης παραμονής επί της έδρας. Επομένως, η οποιαδήποτε τοποθέτηση περί παράτασης του ωραρίου καλό είναι να λαμβάνει υπ’ όψιν της την άνω συνταγματική απαίτηση».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -